Blogger news

αρχική σελίδα » » επιτάφιος

επιτάφιος

εποίησε ο δείμος του πολίτη την Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007 | 1:59 μ.μ.

Μερικές φορές ο ανθρώπινος νους, αν και τόσο πολύπλοκος και μεγαλοφυής, δεν μπορεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα ή καλύτερα την πραγματική αξία των απλών καθημερινών πραγμάτων. Είναι οι ίδιες εκείνες στιγμές που μόνο στη θέα σε άλλους γεγονότων αντιλαμβανόμαστε το βάθος και τον τρόμο, όσων τα ζουν σε καθημερινή βάση τουλάχιστον έμαθαν με κάποιο τρόπο να το αντιμετωπίζουν όπως τις καιρικές συνθήκες (αν όχι όπως οι Σκανδιναβοί το χιόνι, τότε όπως οι Έλληνες το βαρύ χειμώνα). Είναι εκείνη η φάση που μια τρεμούλα μας πιάνει όταν αντικρίσουμε τη ζωή του δίπλα μας. Ως τότε όμως στρέφουμε το κεφάλι μας -επιδεικτικά ίσως- προς τα δεξιά και προσπερνούμε ανενόχλητα από το φορτίο της ζωής αλλονών. Οι γνωστές σκέψεις περνούν μέσα σε δέκατα του δευτερολέπτου πως αν πρόσεχε θα το απέφευγε κι εμείς που είμαστε αλλιώτικοι δε θα συναντήσουμε ποτέ τον τρόμο του Δρεπανιφόρου. Είναι κι όσοι απλά βλέπουν το ηθικό στη σκέψη του αν ακολουθούσαν τις εντολές του Θεού, η τιμωρία Του δε θα υπήρχε στον κόσμο. Μια βαθιά θρησκευτική και ηθική σκέψη, που είναι φτιαγμένη για να αποπροσανατολίσει απ’ την έγνοια για το ράκος που ο Τιμωρός άσπλαχνα δημιούργησε. Κι όλα τούτα μόνο αν σκεφτούμε και δεν στρέψουμε τη ματιά στην γκόμενα με τα ωραία πόδια, που το μίνι της αποκαλύπτει, ή τον νεαρό ψηλό με το ωραίο κωλαράκι.
Το αφόρητο βάρος του πόνου για τη βιολογική καταδίκη την αισθάνεται μόνο εκείνος, που τουλάχιστον ακούμπησε το χέρι το τρεμάμενο, χωρίς καν να το πιάσει ή να χτυπήσει φιλικά την πλάτη.
Την κοινωνική οδύνη, που ψυχολογικά ενισχύει τη βιολογική αστάθεια τη νιώθει μόνο όποιος την κατέχει. Είναι εκείνος που τη συμπόνια των γύρω του τη βλέπει στο κύρος των ερωτήσεων και των σοφιστικά δομημένων προτάσεων των δεύτερων. Αυτός που την προστασία την προσφερόμενη και τον αγώνα των φαρμακευτικών εταιρειών τον νιώθει στην τσέπη του και μόνο τούτος αντιλαμβάνεται πώς δε γίνονται για τη ζωή του ή άλλων ομοιοπαθών του, μα για τα κέρδη που η διαφήμιση θ’ αφήσει ή οι πωλήσεις των φαρμάκων.
Γιατί ο ανθρώπινος νους προσπαθεί να μη βλέπει το τέλος του. Γιατί η αδιαφορία δεν του επιτρέπει να αντικρίσει το καθημερινό τέλος των άλλων. Γιατί ο καπιταλισμός δεν αφήνει περιθώρια για συναισθηματισμούς στον πόνο των άλλων, αλλά σπρώχνει μόνο στον αγώνα για υπερκέρδη χάρη στον πόνο των άλλων.
Έτσι και σήμερα για το Γιώργο θα είμαστε μόνο λίγοι άνθρωποι που τον γνωρίσαμε ή με κάποιο τρόπο νιώσαμε το δικό του δράμα, που δεν μπόρεσε κανένας Σοφοκλής και Ευριπίδης ή Σαίξπηρ να αποδώσει.
Δε έμοιαζε με τίποτα το ιδιαίτερο στην εμφάνισή του. Απλά ήταν ένας ακόμα αριθμός στη μακριά λίστα των ασθενών του AIDS ή ένας ακόμα κωδικός στ’ αρχεία των υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, που του πρόσφεραν τα επιδόματα των 550 € συνολικά μηνιαίως. Ήταν μια ακόμα τακτική επίσκεψη στο νοσοκομείο για αιμοκαθάρσεις και μεταγγίσεις αίματος, για να τον κρατήσουν λίγο παραπάνω στη ζωή και με λιγότερους πόνους να τον παιδεύουν στο ήδη ταλαιπωρημένο βιος του.
Για τη ζωή του Γιώργου είναι λίγα γνωστά και εγώ μπορώ να αναφέρω μόνο όσα μου είπε από τη στιγμή που αποφάσισε να με βοηθήσει στην απεξάρτησή μου από τα τοξικά και το Θάνατο. Τον ή... καλύτερα εκείνος με συνάντησε ένα παγερό χειμωνιάτικο πρωινό στην Ομόνοια, τότε που ήμουν άστεγος. Με βρήκε να τρέμω από τα κρύο και να ταξιδεύω με απλανές βλέμμα στις γραμμές του ηλεκτρικού προς όλες τις γωνιές του κόσμου και σε άλλους ανθρώπους. Εκείνος με τράβηξε απ’ το βάλτο της κόλασης που βούτηξα. Μου πρόσφερε τον πόνο της ψυχής του για να αγγίξει την απελπισία μου για την οικογένεια, για τη ζωή. Όλοι σας γνωρίζετε ότι ο Γιώργος ήταν η αδικοχαμένη μητέρα μου, ο πατέρας μου. Στο πρόσωπό του ξαναβρήκα την αγάπη. Με άγγιξε με το αγγελικό χέρι της αδελφής μου που μετά από χρόνια βρήκε το δρόμο προς την αναγνώρισή μου ως αδελφό, χωρίς να κλείνει το τηλέφωνο στο άκουσμα της οδύνης και χωρίς να ντρέπεται σαν ακούει το όνομά μου. Αυτός ο ασθενής που συνήθισε την μοναχική εικόνα του Χάροντα έγινε για μένα η οικογένειά μου για να ζήσω.
Όταν με πρωτογνώρισε είχε φτάσει στο τελευταίο στάδιο αντίληψης του μέλλοντός του. Είχε πια συνηθίσει στη σκέψη ότι σύντομα -ίσως στην καλύτερη περίπτωση κανα-δυο χρόνια- θα άφηνε πίσω του ό,τι αγάπησε και ό,τι μίσησε στον κόσμο μας. Είχε πάρει τις αποφάσεις του για τον τελευταίο καιρό του. Αφού η πολιτεία και οι κυβερνήσεις της δεν ήθελαν να βοηθήσουν τους clocharts της Ομόνοιας, θα το έκανε εκείνος, όπως μπορούσε. Είχε βουτήξει τόσο βαθιά στο βούρκο του αίματός του, που ήταν το λιγότερο να αντιμετωπίσει τον οχετό της εξαθλίωσης της Ομόνοιας. Για να βοηθήσει τη Ζωή.
Ήταν εκείνος ο τύπος του ανθρώπου που είχε ανακαλύψει τη ρουτίνα του και άνοιξε τις πόρτες, που αντάμωσε στο διάβα του με στόχο ν’ αλλάξει τη Ζωή. Δεν είχε Ελπίδα παρά μόνο για να βοηθήσει άλλους, μέσα στο δικό του απαισιόδοξο τρόπο ζωής με τη μία και μόνη διέξοδο.
Τη ζωή του την έβλεπε να περνά ανάμεσα στις αίθουσες των κλινικών με μέσο μεταφοράς το ασθενοφόρο των ΕΚΑΒ προς τους πόνους και τη μοναξιά του ορού. Ήταν ένας από τους λίγους ασθενείς που είχε τη συμπαράσταση της οικογένειάς του. Μα δεν είχε τη δική του οικογενειακή θαλπωρή. Είχε τα παιδιά του σπάνια και η γαλήνη έσπασε με τα δύο χαρτιά δικαστηρίου και την εγκατάλειψη από ό,τι αγάπησε και γέννησε η αγάπη για τη Ζωή. Ο έντονος φόβος ότι ο ιός θα επηρέαζε την υγεία των παιδιών του έκανε τις δυο γυναίκες να απομακρυνθούν από το απλωμένο χέρι του απελπισμένου παρακαλετού του για επιστροφή. Η λησμονιά για τη βοήθεια, που φώναζε στην αρχή, δεν άργησε να έρθει. Φεύγοντας πήραν μαζί τους τις ελπίδες του, την αγάπη, τη συμπαράσταση και τον άφησαν μόνο να κυνηγά την επιβίωση και την ευτυχία όταν η τελευταία εξαφανίζονταν μέσα στην ομίχλη των μαύρων σκέψεων του τέλους του.
Πολλές φορές τον άκουσα είτε σε συζητήσεις με φίλους είτε σε διαλέξεις να μιλά για την πρώτη κοινοποίηση της νόσου από το νοσοκομείο που του έγινε. Ήταν όταν πήγε να δώσει αίμα, όπως το συνήθιζε κάθε έξι μήνες, και βρήκαν τις εξετάσεις του θετικές στον ιό. Τότε ήταν που έχασε το έδαφος από τα πόδια του, σαν να είχε ανοίξει η Γη και να τον ρουφούσε προς το κέντρο της, όπως κι αυτός βυθίζονταν στο στρώμα της ερωμένης του εκείνο το μαύρο βραδινό. Στην αρχή μου είχε πει ότι ήθελε να αυτοκτονήσει πριν το μάθουν καλά-καλά οι γονείς του και οι γύρω του. Ωστόσο, το ανέβαλε γιατί ήταν μόνο φορέας και ήταν αρκετές οι πιθανότητες να πεθάνει από φυσιολογικά αίτια μένοντας πάντα φορέας του ιού. Ενημέρωσε όσους είχε συναντήσει στη μυστική γωνιά του έρωτα.
Παρατηρούσε πως η στροφή στο στενό σοκάκι που τον έφερε ο ιός, οδήγησε σ’ ένα κενό, σε ισολογισμούς για κάθε έξοδο που έκανε. Οι 120.000 δραχμές -το παλιό εθνικό νόμισμα- από το Ι.Κ.Α. και την Πρόνοια δεν έφταναν ούτε για τα απαραίτητα της ζωής: το ενοίκιο άγγιζε για το χαμόσπιτό του τις 70.000 το μήνα και χρειάζονταν τουλάχιστον για τρόφιμα 40.000. Τα επιδόματα εξαφανίζονταν στην πρώτη βδομάδα και μόνο χάρη στην προσφορά των δικών του είχε τα βασικά ποσά για τα φάρμακα, που έδιωχναν τον πόνο και τον βαστούσαν στη ζωή. Η Πολιτεία δεν έδειχνε το παραμικρό επιπλέον ενδιαφέρον. Το κόστος των φαρμάκων έμενε ακάλυπτο απ’ τα ιδρύματα, ενώ το κόστος των κοκτέιλς ήταν τεράστιο.
Το μαρτύριό του ψυχολογικά το επιδείνωνε η ασπλαχνιά των πολυεθνικών των φαρμάκων, που παρασεύαζαν και πουλούσαν τα ελπιδοφόρα φάρμακα της ζωής. Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς δεν επιτρέπουν ευσπλαχνία σε ετοιμοθάνατους, ούτε καν για την ελπίδα. Γιατί τα φάρμακα δεν έφεραν αποτέλεσμα και οι ειδικοί των εργοστασίων και των κλινικών το γνώριζαν καλά. Απλά πουλούσαν την ελπίδα πολύ ακριβά. Και σ’ αυτό τους βοηθούσαν τα κανάλια, που έκαναν φτηνές διαφημίσεις σε επιστήμονες των διαφόρων χωρών. Μόνο τα κοκτέιλς κάτι φαίνονταν να έκαναν. Μα οι κατασκευαστές κρύβονταν πίσω από τις ψεύτικες τιμές των αρχικών παρασκευασμάτων κάνοντάς τα μόνο ελπίδα και πάλι για το 10% των ασθενών, αφού μόνο λίγοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα προμηθεύονται σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Ακόμα και ο Ε.Ο.Φ. ή το Ι.Κ.Α. δεν είχε συμμετοχή στην αγορά τους. Ήταν μόνο για τα κέρδη και τη διαφήμιση, ακόμα κι αν πέθαινε κάποιος στην πόλη μας μέσα στην οδύνη και τον τρόμο.
Και με όλα τούτα όταν δεν είχε τη δυνατότητα να εργασθεί για να έχει περισσότερα χρήματα, λόγω της αδυναμίας που, από τότε που τον γνώρισα κι ύστερα, τον κυρίευσε και δεν του το επέτρεπε. Αν και στην αρχή κάπου-κάπου εύρισκε δουλειά για να περνάει πιο ευχάριστα την ώρα του προσφέροντας κάτι, αργότερα έχασε κι αυτό το προνόμιο. Από τη μια ο φόβος των υποψήφιων εργοδοτών του, που έτρεμαν στο άκουσμα της ασθένειας και στην μετάδοσή της. Πολλοί τον έδιωξαν από τη δουλειά γιατί έφτυσε στο πάτωμα του εργοστασίου, ή του είχαν απαγορεύσει να κατουράει στον χώρο εργασίας ή γιατί ήπιε νερό από τη βρύση που χρησιμοποιούσαν και οι άλλοι συνάδελφοί του.
Από τα χειρότερα συναισθήματά του που τον ταλάνιζαν, ιδιαίτερα στην αρχή πριν συνηθίσει την ιδέα του χαμού, ήταν όταν ο κόσμος τον έδειχνε και τον καταριόταν που μόλυνε τη γειτονιά. Εκείνοι που τόνιζαν πως αν ακολουθούσε πιστά την έβδομη εντολή του Μωυσή δεν θα κολλούσε την επάρατο νόσο και πως οι αμαρτίες του πληρώνονταν πρώτα και κύρια στον κόσμο αυτό. Άλλοι τον χαρακτήριζαν ομοφυλόφιλο και πως η τιμωρία του ήταν επειδή πήγε κόντρα στους νόμους της φύσης. Ακόμα κι ο μανάβης ή ο φούρναρης της γειτονιάς απέφευγαν να τον αγγίξουν, ακόμα και για να πάρουν τα χρήματα από τα χέρια του.
Υπήρξαν όμως και εκείνοι που θέλησαν να τον στηρίξουν, έστω και ψυχολογικά. Γνώριζαν μέσες άκρες για την ασθένεια και ήξεραν πως να προφυλάσσονται. Αλλά και πάλι έφευγε στο δρόμο γιατί οι πελάτες ή οι συνεργάτες του αφεντικού διαμαρτύρονταν. Άλλοτε πάλι και καθώς περνούσε ο χρόνος -και αδρανοποιούνταν περισσότερο το ανοσοποιητικό του σύστημα- συναντούσε τακτικότερα ζαλάδες και λιποθυμίες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εργάζεται κανονικά και να δυσαρεστούνται οι εργοδότες του.
Μόνο ορισμένοι τον καλούσαν στο σπίτι τους ή στο σχολείο των παιδιών τους για να ενημερώσει για το AIDS και πως τα παιδιά θα μπορούσαν στο μέλλον να προσέχουν. Στην αρχή και πάλι του φαίνονταν σαν θάνατος κοινωνικός, αλλά αργότερα -όταν συνήθισε στην ιδέα- αντιλήφθηκε ότι του άρεσε να μιλά και να βοηθά άλλους να μάθουν και να αποφύγουν κάτι το δυσάρεστο γι’ αυτά και την οικογένειά τους. Το έβλεπε σαν κοινωνικό του χρέος.
Αυτός ήταν ο Γιώργος που όλοι θαυμάζαμε για το θάρρος του και τον αγώνα του να μείνει ζωντανός. Γνωρίσαμε τη μοναξιά του απ’ τα παιδιά του και την αδιαφορία των γύρω του πλην όσων άγγιξε η πάλη του με το θάνατο. Και πιστεύω πως μόνο αυτός ο επικήδειος θα μπορούσε ν’ αρμόζει στο Γιώργο με τα προβλήματα, τις σκέψεις του -ίσως και δικές μου βέβαια- και κυρίως την αγάπη του για τη ζωή, που τον γέμιζε χαρίζοντάς της σε άλλους, χαμένους όπως κι αυτός.


Αντί για την Ομόνοια μπορούμε να βρούμε οποιοδήποτε περιθωριακό μέρος της χώρας. Το διήγημα γράφτηκε το 1998.

αναζητάς ποίημα;

Σε μια τόσο δύσκολη εποχή, η ποίηση οφείλει να μιλάει για τη ζωή των ανθρώπων και τις δυσκολίες, τα βάσανα της κοινωνίας κι όχι να κρύβεται στη σιωπή της αναγνωσιμότητας.

Το ιστολόγιο τούτο αποτελεί τον εναλλακτικό χώρο των ποιητικών διαδρομών του δείμου του πολίτη. Στόχος είναι εδώ να δημοσιεύονται όλες οι ποιητικές αναζητήσεις, πρωτόλειες, πρόχειρες ή ολοκληρωμένες.

Μέσα από μία διαφορετική, πειραματική γραφή μπορούμε να μιλήσουμε για όσα μας απασχολούν.

γίνετε μέλη του ιστότοπου

αρχείο